συνταλανίζω

συνταλανίζω
Μ
θεωρώ κάποιον επίσης αξιολύπητο, δυστυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταλανίζω «αποκαλώ κάποιον ταλαίπωρο» (< τάλας, -ανος «δυστυχής»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”